Λέξη: προληπτικός

Σχετικές λέξεις: προληπτικός

προληπτικός έλεγχος δαπανών οτα, προληπτικός έλεγχος δαπανών, προληπτικός έλεγχος δαπανών ελεγκτικού συνεδρίου, προληπτικός έλεγχος ελεγκτικού συνεδρίου, προληπτικός πόλεμος, προληπτικός φορολογικός έλεγχος, προληπτικός έλεγχος νεογνών, προληπτικός έλεγχος, προληπτικός έλεγχος μεταβολικών νοσημάτων, προληπτικός άνθρωπος

Συνώνυμα: προληπτικός

αναχαιτιστικός, κωλυτικός, προφυλακτικός, δεισιδαίμων, δεισιδαίμονας

Μεταφράσεις: προληπτικός

προληπτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
superstitious, precautionary, preventive, preventative, a preventive

προληπτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supersticioso, preventivo, preventiva, prevención, preventivas, de prevención

προληπτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorbeugend, abergläubisch, präventiv, vorbeugende, präventive, präventiven

προληπτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préventif, superstitieux, préventive, prévention, de prévention, préventifs

προληπτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preventivo, preventiva, prevenzione, preventive, di prevenzione

προληπτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preventivo, preventiva, prevenção, preventivas, preventivos

προληπτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijgelovig, preventieve, preventief, preventie, de preventieve, van preventieve

προληπτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предохранительный, суеверный, предупредительный, профилактическое, профилактическая, профилактического, превентивной, профилактической

προληπτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forebyggende, preventiv, preventivt, preventive, det forebyggende

προληπτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förebyggande, preventiv, preventiva, det förebyggande, preventivt

προληπτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ehkäisevä, ennaltaehkäiseviä, ennalta ehkäiseviä, ennaltaehkäisevää, ennaltaehkäisevien

προληπτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forebyggende, præventiv, præventive, forebyggelse, en forebyggende

προληπτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
preventivní, pověrčivý, preventivního, prevence, preventivních, preventivním

προληπτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabobonny, przesądny, przezorny, zapobiegawczy, prewencyjny, profilaktyczny, zapobiegawcze, zapobiegawczego

προληπτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
óvatossági, babonás, megelőző, preventív, a megelőző, prevenciós, megelőzési

προληπτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önleyici, koruyucu, önleme, önleyici bir

προληπτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пересторогу, забобонний, пересторога, остереження, обережність, профілактичне, профілактичний, профілактичну, профілактична

προληπτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parandalues, parandaluese, preventive, preventiv

προληπτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
профилактичен, превантивна, превантивни, превантивно, превантивен

προληπτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прафілактычны, прафілактычнае, прафілактычная, прафілактычную

προληπτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ennetav, ebausklik, ettevaatlik, ennetava, ennetavate, ennetavaid, ennetavat

προληπτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smotren, preventivan, preventiva, preventivno, preventivni, preventivna

προληπτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirbyggjandi, til fyrirbyggjandi, forvarna-, forvörnum, fyrirbyggjandi aðgerðir

προληπτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prevencinis, profilaktinis, prevencinių, prevencinė, prevencinio

προληπτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
preventīvs, preventīva, profilaktisko, profilaktiskā, profilaktiska

προληπτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
превентивна, превентивни, превентивните, превентивно, превентивната

προληπτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preventiv, preventivă, preventive, prevenire, de prevenire

προληπτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preventivní, preventivno, preventivni, preventivna, preventivne, preventivnega

προληπτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poverčivý, preventívne, preventívna, preventívnej, preventívny, preventívnu
Τυχαίες λέξεις