Поместительный στα ελληνικά

Μετάφραση: поместительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευρύχωρος, πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρα, ευρύχωρο, ευρύχωρη, άνετα
Поместительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буза στα ελληνικά - σειρά, κωπηλατώ, καβγάς, γλέντι, θόρυβος, shindy
  • вешалка στα ελληνικά - ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, ...
  • грива στα ελληνικά - οικόσημο, χαίτη, Μάιν, χαίτης, τη χαίτη, η χαίτη
  • дезавуирование στα ελληνικά - αποκήρυξη, την αποδοκιμασία, αποδοκιμασία, αποποίησης, απαρνηθεί
Τυχαίες λέξεις
Поместительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευρύχωρος, πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρα, ευρύχωρο, ευρύχωρη, άνετα