Λέξη: υποτελής

Σχετικές λέξεις: υποτελής

υποτελής συνώνυμο, φόρου υποτελής, υποτελής λεξικο, υποτελής σημασια

Συνώνυμα: υποτελής

δουλοπάρικος

Μεταφράσεις: υποτελής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liege, vassal, tributary, liegeman, slave, subordinate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vasallo, vassal, vasallos, vasalla, vasallo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Vasall, Vasallen, vassal, Lehnsmann
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vassal, féodal, vassale, vassaux, le vassal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vassallo, vassal, feudatario, vassalla, vassalli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vassalo, vassal, vassalos, vassala, vassalagem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vazal, leenman, vassal, vazal van, vazallen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вассальный, льеж, вассал, ленный, ленник, сеньориальный, сеньор, вассалом, вассала, вассальным, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vassal, vasall, vasallen, vassalstat, vasallstaten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vassal, vasall, vasallstat, lydstat, vasallet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vasalli, vasallina, vasallilinnan, vasallivaltioiden, vasallin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vasal, lensmanden, vasalstat, lensmand, vassal
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
feudální, vazal, vassal, vazalem, vazalský, vazalským
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lenniczy, wierny, lojalny, lennik, wasal, wąsal, lenny, wasalem, lennikiem, wasalna, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vazallus, vazallusa, hűbérese, hűbéres, vassal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vasal, vassal, tebaa, vasalı, kul
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пісня, васал, васала
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vasal, shërbëtor i, shërbëtor, vasali, vasali i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
васал, васална, васално, васалната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
васал
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lään, puhas, vasall, vasalli, vasallilinnuse, vasallile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vazal, podanik, vazala, podanički, vazalski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýðskyldur, maðr
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vasalas, vasalų, vasalu, vasaline, vasalais
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vasalis, vasaļu, vasali, vasaļa, vasalis un
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вазал, вазални
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vasal, vasalul, vassal, vasalitate, vasal al
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vazal, Vaza, vassal, vazalna, vazali
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vazal
Τυχαίες λέξεις