Пособлять στα ελληνικά

Μετάφραση: пособлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακουφίζω, επικουρία, βοήθεια, βοήθημα, ξαλαφρώνω, βοηθώ, posoblyat
Пособлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бросание στα ελληνικά - προβολή, εξακοντίζω, πετώ, κούνια, υπολογισμός, βολή, πέταγμα, ...
  • взращивать στα ελληνικά - πλέκω, αυξάνομαι, ζαρώνω, σκαλίζω, τρέφω, θρέφω, καλλιεργώ, ...
  • горлышко στα ελληνικά - λαιμός, στόμιο, αυχένας, σβέρκος, στόμα, λαιμό, λαιμού, ...
  • двадцатилетний στα ελληνικά - είκοσι, εικοστή, από είκοσι
Τυχαίες λέξεις
Пособлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακουφίζω, επικουρία, βοήθεια, βοήθημα, ξαλαφρώνω, βοηθώ, posoblyat