Λέξη: ξερός

Σχετικές λέξεις: ξερός

ξερός κύπρος, ξηρός λαιμός, ξερός ποταμός, και ξερόσ, μπακαλιάρος ξερός, ξηρός ξερός, ξερός κόλιανδρος, ξηρός βήχας, ξερός συνόνυμα, ξερόσ καπνόσ

Συνώνυμα: ξερός

ξηρός, άνυδρος, στεγνός, απότομος, κοφτός, σύντομος

Μεταφράσεις: ξερός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arid, dry, curt, Xeros, Dried
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
árido, seco, seca, en seco, secos, secas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dürr, trocken, trocknen, trockenen, trockene
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sèche, aride, sec, stérile, à sec, secs, sèches
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asciutto, arido, secco, asciugare, secca, a secco
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seca, seco, a seco, secos, secas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dor, droog, drogen, droge, een droge, de droge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засушливый, безводный, бесплодный, сухой, неинтересный, скучный, аридный, маловодный, сухого, сухая, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tørr, tørt, selskaps, tørre
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torr, torrt, torra, torka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiva, kuivaa, kuivassa, kuivalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tør, tørt, tørre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neplodný, nezáživný, vyprahlý, suchý, suchopárný, sucho, suché, suchá, suchého
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
suchy, jałowy, wypalony, wysuszyć, suszyć, suche, sucha
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
száraz, vízmentes, szárazon, szárazanyag
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuru, kuru bir, ziyafet, kurak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сухої, сухий, сухою, безводний, сухій, нецікавий, сухого
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thatë, i thatë, e thatë, të thatë, thata
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сух, сухо, суха, химическо, сухото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сухi, сухі, сухой, сухім, сухое, сухога
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuiv, põuane, keemiline, kuiva, kuivas, kuivad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosadan, suhoparan, suh, sasušen, suho, suha, suhe, suhi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exaresco
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sausringas, sausas, sausa, sausos, sauso, sausi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sauss, sausa, sausā, sausas, sausu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сув, сува, суво, суви, сувата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uscat, uscată, uscate, uscata, chimică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
suha, suhi, suho, suhe, suh
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
suchý, suchú, suché
Τυχαίες λέξεις