Похитить στα ελληνικά

Μετάφραση: похитить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμα, κλέβω, σφετερίζομαι, βουτώ, απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την
Похитить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взгромождать στα ελληνικά - πέρκα, κούρνια, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
  • волнистость στα ελληνικά - κελαρύζω, κυματισμός, κυμάτισμα, κύμα, οδόντωσης, οδοντώσεων, κυματισμό, ...
  • га στα ελληνικά - εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που
  • дидактизм στα ελληνικά - διδακτισμό, διδακτισμός, διδακτισμού, διδακτισμούς, ο διδακτισμός
Τυχαίες λέξεις
Похитить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμα, κλέβω, σφετερίζομαι, βουτώ, απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την