Λέξη: προσκόλληση

Σχετικές λέξεις: προσκόλληση

προσκόλληση βρέφους, προσκόλληση στη μητέρα, προσκόλληση bowlby, προσκόλληση λεξικό, προσκόλληση στο παρελθόν, προσκόλληση συνώνυμα, προσκόλληση παιδιού στη μητέρα, προσκόλληση στον πατέρα, προσκόλληση στη μαμα, προσκόλληση νηπίου

Συνώνυμα: προσκόλληση

εμονή, επούλωση, αφοσίωση, προσκόλλησις

Μεταφράσεις: προσκόλληση

προσκόλληση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adhesion, adherence, attachment, adhesion of, attachment of

προσκόλληση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adherencia, adhesión, la adhesión, cumplimiento, la adherencia

προσκόλληση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haftvermögen, verwachsung, klebstoff, kleber, anhaftung, adhäsion, haftung, einwilligung, klebrigkeit, Festhalten, Einhaltung, die Einhaltung, Treue

προσκόλληση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loyauté, adhésion, adhérence, gluant, fidélité, respect, l'adhésion, le respect

προσκόλληση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aderenza, adesione, rispetto, l'adesione, l'aderenza

προσκόλληση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adesão, aderência, a adesão, a aderência, cumprimento

προσκόλληση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
adhesie, grip, aanhankelijkheid, naleving, hechting, de naleving, naleving van

προσκόλληση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трение, сцепление, прилипание, согласие, верность, слипание, соблюдение, приверженность, присоединение, следование, приверженности

προσκόλληση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterlevelse, tilslutning, overholdelse, overholdelse av, etterlevelse av

προσκόλληση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adhesion, anslutning, vidhäftningsförmåga, vidhäftning, efterlevnad, ansluta sig, följsamhet

προσκόλληση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnittyminen, noudattaminen, noudattamista, noudattamisen, noudattaa

προσκόλληση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overholdelse, vedhæftning, tilslutning, overholdelse af, overholdelsen

προσκόλληση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přilnavost, přistoupení, lnutí, adheze, oddanost, přilnutí, srůst, věrnost, dodržování, dodržení, adherence

προσκόλληση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyleganie, adhezja, przywieranie, wierność, przyczepność, zrost, przynależność, aprobata, dotrzymanie, przestrzeganie

προσκόλληση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapadás, betartása, betartását, betartásának, ragaszkodás

προσκόλληση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlılık, yapışma, uyum, aderans, uyumu

προσκόλληση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згоду, злагода, згода, злагоду, порозуміння, дотримання, додержання

προσκόλληση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjekje, zbatim, aderimin, respektimi, respektimin

προσκόλληση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сцепление, придържане, спазване, спазването, придържането, прилепване

προσκόλληση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захаванне, выкананне, захаваньне, прытрымліванне, выкананьне

προσκόλληση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külgejäämine, kokkukasvamine, kleepumine, kinni, kinnipidamist, kinnipidamine, järgimine, kinnipidamise

προσκόλληση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sljedbenik, ljepljiv, pristalica, prianjanje, privrženost, pridržavanje, prianjanja, prionjivost

προσκόλληση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðferðarheldni, fylgja, fylgi fyrirmælum, farið, að fylgja

προσκόλληση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištikimybė, sukibimas, laikymasis, laikytis, laikomasi

προσκόλληση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzticība, piederība, ievērošana, ievērošanu, pievienošanās

προσκόλληση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придржување, придржувањето, почитување, прилепување, почитувањето

προσκόλληση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adeziune, aderență, aderare, aderarea, respectarea, aderenta

προσκόλληση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upoštevanje, spoštovanje, pripadnost, privrženost, zavezanost

προσκόλληση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vernosť, vernosti, vernost
Τυχαίες λέξεις