Правительственный στα ελληνικά
Μετάφραση: правительственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργικός, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
![Правительственный στα ελληνικά Правительственный στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-28862.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багажник στα ελληνικά - μπαούλο, σεντούκι, μπότα, προβοσκίδα, φορέας, αποσκευές, κορμός, ...
- вице-король στα ελληνικά - αντιβασιλέας, Viceroy, αντιβασιλέα, αντιβασιλιάς, αντιβασιλιά
- газировать στα ελληνικά - αερίζω, φροντίδα, κατηγορία, εξαερίζω, αερισμό, τον αερισμό, αερίστε
- единичный στα ελληνικά - ανύπαντρος, μονόκλινος, μονός, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Правительственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργικός, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
Μεταφράσεις: υπουργικός, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές