Правоспособный στα ελληνικά
Μετάφραση: правоспособный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, δικαιοπρακτική ικανότητα, νομική ικανότητα, νομική ικανότητα που, νομικής ικανότητας, δυνατή νομική ικανότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- византиец στα ελληνικά - βυζαντινός, Βυζαντινή, Βυζαντινής, Βυζαντινό, βυζαντινές
- вплетать στα ελληνικά - μίτος, κλωστή, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
- диполь στα ελληνικά - δίπολο, διπόλου, διπολική, δίπολου, διπολικής
- донник στα ελληνικά - πορεία, επικεφαλίδα, τίτλος, κλάσης, κλάση, τίτλο
Τυχαίες λέξεις
Правоспособный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, δικαιοπρακτική ικανότητα, νομική ικανότητα, νομική ικανότητα που, νομικής ικανότητας, δυνατή νομική ικανότητα
Μεταφράσεις: ικανός, δικαιοπρακτική ικανότητα, νομική ικανότητα, νομική ικανότητα που, νομικής ικανότητας, δυνατή νομική ικανότητα