Λέξη: λοξοκοιτάζω

Μεταφράσεις: λοξοκοιτάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
squint, loxokoitazo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bizquear, bizcar, loxokoitazo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schielen, loxokoitazo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
strabisme, lorgner, loucher, reluquer, louche, loxokoitazo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strabico, loxokoitazo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheelzien, loensen, loxokoitazo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
косоглазие, жмуриться, прищуриваться, прищуриться, loxokoitazo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šilhat, šilhavý, pošilhávat, šilhání, loxokoitazo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zezowatość, mrużyć, zezować, zez, zerkać, loxokoitazo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bandzsa, sandítás, kancsal, kancsalság, loxokoitazo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
косоокість, loxokoitazo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kallak, kissitama, kõõritama, loxokoitazo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zrikavost, loxokoitazo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strabism, loxokoitazo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
loxokoitazo
Τυχαίες λέξεις