Практиковаться στα ελληνικά

Μετάφραση: практиковаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξασκώ, ασκώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Практиковаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абстрагирующий στα ελληνικά - αφαιρετικής, αφαιρετική, αφαιρετικό, αφαιρετικά, αφαιρετικές
  • ангидрит στα ελληνικά - ανυδρίτης, ανυδρίτη, του ανυδρίτη, ανυδρίτες, ο ανυδρίτης
  • григорианский στα ελληνικά - Γρηγοριανό, Γκρεγκόριαν, Gregorian, Γρηγοριανού, Ο Γκρεγκόριαν
  • дворник στα ελληνικά - επιστάτης, θυρωρός, επιστάτη, janitor, φύλακα
Τυχαίες λέξεις
Практиковаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξασκώ, ασκώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές