Пригибать στα ελληνικά
Μετάφραση: пригибать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στροφή, καμπυλώνεται, γέρνω, σκύβω, λυγίσει, κάμψη, κάμψης, καμπή
Μεταφράσεις
- антиминс στα ελληνικά - δεκανέας, σωματική, σωματικής, της σωματικής, η σωματική
- грузчик στα ελληνικά - αχθοφόρος, σκάλα, φορτωτής, φορτωτή, loader, φόρτωσης, του φορτωτή
- добегать στα ελληνικά - φτάνω, τρέχω, Εισχωρεί, φτάνει, φθάσει, φθάνει, φτάσει
- дотягивать στα ελληνικά - επισύρω, σέρνω, ζωγραφίζω, τραβώ, έλκω, κρατήστε, κρατήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Пригибать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στροφή, καμπυλώνεται, γέρνω, σκύβω, λυγίσει, κάμψη, κάμψης, καμπή
Μεταφράσεις: στροφή, καμπυλώνεται, γέρνω, σκύβω, λυγίσει, κάμψη, κάμψης, καμπή