Λέξη: περιορισμός
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός ευθύνης επικουρικού κεφαλαίου, περιορισμός συνώνυμα, περιορισμός αιτήματος αγωγής, περιορισμός αντωνυμο, περιορισμός αιτήματος αγωγής με προτάσεις
Συνώνυμα: περιορισμός
όριο, απειλή, εξαναγκασμός, φυλάκιση, χαλίνωση, άκρο πεζοδρομίου, συγκράτηση, βία, αμηχανία, ανάγκη, συστολή, λοχεία, τοκετός, ανάσχεση, συνοχή
Μεταφράσεις: περιορισμός
περιορισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
restriction, limitation, constraint, containment, restraint
περιορισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limitación, restricción, de restricción, restricción de, restricciones, la restricción
περιορισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einengung, begrenzung, einschränkung, beschränkung, restriktion, verjährung, Einschränkung, Beschränkung, Begrenzung, Restriktions
περιορισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
limitation, circonscription, restriction, réduction, délimitation, prescription, restrictions, de restriction, la restriction
περιορισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
limitazione, restrizione, restrizioni, di restrizione, limitazioni
περιορισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restrição, de restrição, restrições, limitação, restrição de
περιορισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperking, restrictie, beperkingen, beperking van
περιορισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограниченность, ограничение, ущемление, имитирование, давность, оговорка, ограничения, сужение, ограничений, ограничением
περιορισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begrensning, restriksjons, begrensningen, restriksjoner, restriksjon
περιορισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen
περιορισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rajoitus, haitta, supistus, rajaus, rajoitusta, rajoittaminen, rajoituksia, rajoituksen
περιορισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænsning, restriktion, begrænsninger, restriktioner, begrænsningen
περιορισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmenšení, restrikce, promlčení, omezování, ohraničení, omezení, snížení, delimitace, restrikční, omezením
περιορισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczenie, ograniczoność, obostrzenie, zastrzeżenie, prekluzja, limitacja, tępota, przedawnienie, restrykcja, ograniczenia, ograniczeń, ograniczeniem, restrykcyjnych
περιορισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határolás, megszorítás, elévülés, korlátozás, restrikciós, korlátozása, korlátozását, korlátozást
περιορισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınırlama, kısıtlama, restriksiyon, kısıtlaması, sınırlandırma
περιορισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження
περιορισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frenim, kufizim, kufizimi, kufizimin, kufizim i
περιορισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, ограничаване, ограничения, рестрикционен, ограничаването
περιορισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні
περιορισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirang, piiramine, piirangut, piirangu, piiramise
περιορισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedostatak, uvjet, ograničenjima, ograničenje, zadržavanje, restrikcija, blokiranje, ograničenja, ograničavanje, restrikcijskog, restrikcijskim
περιορισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
takmarkaður, takmörkun, takmarkanir, takmarka, hömlur, takmörkunina
περιορισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apribojimas, ribojimas, apribojimo, apribojimai, apribojimą
περιορισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierobežojums, ierobežojumu, ierobežojumi, ierobežošana, ierobežojumus
περιορισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ограничување, рестрикција, ограничувањето, ограничување на, ограничувања
περιορισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
restricţie, restricție, restricții, de restricție, restrictie, restricționare
περιορισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omejeni, omejitev, omejevanje, omejitve, mejna, mejna vrednost
περιορισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obmedzenia, obmedzenie, obmedzení, zníženie, obmedzeniu
Στατιστικά δημοτικότητας: περιορισμός
Τυχαίες λέξεις