Прикидываться στα ελληνικά

Μετάφραση: прикидываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμώματα, προσποιούμαι, παριστάνω, επηρεάζω, πλαστός, προσωπείο, πλαστογραφία, κάλπικος, μάσκα, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
Прикидываться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • англия στα ελληνικά - Αγγλία, england, Αγγλίας, την Αγγλία, της Αγγλίας
  • блудливый στα ελληνικά - ασελγής, λάγνες, άσεμνης, της άσεμνης, λάγνα
  • влететь στα ελληνικά - χτύπημα, τρέχω, ορμή, βιασύνη, φυσώ, μύγα, πετούν, ...
  • жалостный στα ελληνικά - αξιολύπητος, οικτρός, αξιολύπητη, αξιολύπητο, θλιβερό, παθητική
Τυχαίες λέξεις
Прикидываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμώματα, προσποιούμαι, παριστάνω, επηρεάζω, πλαστός, προσωπείο, πλαστογραφία, κάλπικος, μάσκα, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε