Прилипчивый στα ελληνικά
Μετάφραση: прилипчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κολλητικός, βαρετός, κολλώδης, αλίευση, σύλληψη, πιάσει, να πιάσει, αλίευσης
Μεταφράσεις
- безвредность στα ελληνικά - αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
- вестгот στα ελληνικά - βισιγότθος, βησιγότθος, Visigoth, Βησιγότθων, των Βησιγότθων
- выясняться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, αναδύομαι, είμαι, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
- желтить στα ελληνικά - δειλός, κίτρινος, κίτρινο, την κίτρινη, κίτρινη, κίτρινου
Τυχαίες λέξεις
Прилипчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλητικός, βαρετός, κολλώδης, αλίευση, σύλληψη, πιάσει, να πιάσει, αλίευσης
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλητικός, βαρετός, κολλώδης, αλίευση, σύλληψη, πιάσει, να πιάσει, αλίευσης