Λέξη: νεύρο

Σχετικές λέξεις: νεύρο

ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, μασχαλιαίο νεύρο, πνευμονογαστρικό νεύρο, νεύρο ματιού, νεύρο τριδύμου, νεύρο αγκώνα

Συνώνυμα: νεύρο

κουράγιο, τόλμη, ψυχραιμία, θάρρος, θράσος, τένοντας, νευρών

Μεταφράσεις: νεύρο

νεύρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nerve, rib, nerve is, the nerve, nerve was

νεύρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valor, ánimo, nervio, del nervio, nerviosa, nervioso, los nervios

νεύρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nerv, dreistigkeit, verwegenheit, mut, kühnheit, Nerv, Nerven-, Mut, Nerven

νεύρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nerf, audace, sève, aplomb, effronterie, intensité, impertinence, pouvoir, insolence, courage, force, toupet, puissance, bravoure, hardiesse, nerveuse, nerveux, nerfs, nerveuses

νεύρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nervo, nerbo, audacia, animo, coraggio, del nervo, nervi, nervosa, nervose

νεύρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audácia, nervo, do nervo, nervosa, nervos, nervoso

νεύρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
durf, gedurfdheid, vermetelheid, moed, zenuw, lef, stoutmoedigheid, stoutheid, zenuwen, de zenuwen, zenuw-, nervus

νεύρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тетива, нерв, нервозность, смелость, нерва, нервов, нервных, нервный

νεύρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nerve, mot, nerven, frekkhet

νεύρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nerv, mod, nerven, nerver

νεύρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hermo, karaista, pokka, röyhkeys, suoni, hermon, hermoja, hermojen, nerve

νεύρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-

νεύρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smělost, troufalost, odvaha, drzost, nerv, nervu, nervové, nervů, nervy

νεύρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwaga, bezczelność, czelność, ośmielać, tupet, nerw, wzmocnić, siła, nerwowy, nerwów, nerwu, nerwowych

νεύρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ideg, idegi, idegek, nervus

νεύρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sinir, sinirin, siniri

νεύρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерв, тятива

νεύρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nerv, nervore, nervi, forcë, guxim

νεύρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нерв, нервите, нерви, нервните, на нервите

νεύρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нерв, неру, нерва, нэрв

νεύρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ergutama, jultumus, närv, närvi, närvide, närve, närvidega

νεύρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrabrost, bezočnost, živac, živca, živaca, nervni, nerve

νεύρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
taug, tauga, taugavaxtarþáttur, taugavaxtarþætti, taugar

νεύρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis

νεύρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nervs, nervu, nerva, uz nervu pamata, nervu pamata

νεύρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нерв, нервните, нервите, нервот, нервни

νεύρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nerv, curaj, nervoase, nervilor, nervului, ale nervilor

νεύρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nerve, živec, živca, živcev, živčno

νεύρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nerv, nervy, nervov, nervu

Στατιστικά δημοτικότητας: νεύρο

Τυχαίες λέξεις