Присоединяться στα ελληνικά
Μετάφραση: присоединяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, προσχωρώ, προσκτώμαι, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, συνδέω, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блокировать στα ελληνικά - φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, ...
- глубиномер στα ελληνικά - βαθύμετρο, βυθόμετρο, μετρητή βάθους, μετρητής βάθους, του μετρητή βάθους
- дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
- дублин στα ελληνικά - Δουβλίνο, dublin, Δουβλίνου, του Δουβλίνου, το Δουβλίνο
Τυχαίες λέξεις
Присоединяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, προσχωρώ, προσκτώμαι, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, συνδέω, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, προσχωρώ, προσκτώμαι, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενώνω, συνδέω, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν