Λέξη: καρδάρα

Σχετικές λέξεις: καρδάρα

καρδάρα γάλα, καρδάρα με το γάλα

Συνώνυμα: καρδάρα

γάλα

Μεταφράσεις: καρδάρα

καρδάρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
churn

καρδάρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revolver, mantequera, churn, rotación, la rotación, deserción

καρδάρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Butterfass, Churn, Abwanderung, Abwanderungs

καρδάρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barattage, baratte, tourbillonner, taux de désabonnement, désabonnement, roulement, churn

καρδάρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zangola, churn, abbandono, tasso di abbandono, di abbandono

καρδάρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
batedeira, churn, rotatividade, a rotatividade, o churn

καρδάρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karnen, karn, churn, karnton, klantverloop

καρδάρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маслобойка, бидон, сбивать, мешалка, фляга, пахтать, оттока, маслобойки, отток, оттока абонентов

καρδάρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjerne, churn, kundeavgang, avgang, frafall

καρδάρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
churn, kundomsättningen, kundomsättning, churnen, omsättning

καρδάρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velloa, ravistaa, tonkka, hinkki, kirnu, kirnuta, vaihtuvuus, churn, asiakasvaihtuvuus, asiakasvaihtuvuutta

καρδάρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
churn, kundeafgang, kundeafgangen, transportspand, afgangen

καρδάρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
máselnice, vířit, odchodu zákazníků, churn, víření, konve

καρδάρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłębić, mieszać, maślnica, kierzanka, maselnica, kipieć, churn

καρδάρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
köpülő, köpül, habosra felkavar, lemorzsolódás, a lemorzsolódás

καρδάρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yayık, güğüm, köpürtmek, karıştırmak, süt kabı

καρδάρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маслоробка, маслобойка, олійниця, олійня, маслобійка

καρδάρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dybek, rrah qumështin, tundës, nxjerr gjlpë, gjlpë

καρδάρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гюм, бидон, се свива, разпенвам, кипя

καρδάρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маслабойку

καρδάρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kloppima, kiirkäive, kirnuma, koorekirn, kirn, võimasina, churn

καρδάρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bućkalica, bućkati, odljeva, odljev, gubitaka

καρδάρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
strokkur

καρδάρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maišytuvas, pieno bidonas, plakti, grįžti mintimis, muštuvis

καρδάρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
putot, kult, kannu, sviesta ķērne, mente

καρδάρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разпенвам

καρδάρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putinei, churn, clocoti, agita, bate untul

καρδάρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
churn, fluktuacije, Bućkalica, stopnjo fluktuacije

καρδάρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
máselnice, neaplikuje na maselnice, výrobu masla
Τυχαίες λέξεις