Прицел στα ελληνικά

Μετάφραση: прицел, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλέπω, βλέψη, σκοπεύω, σκοπός, όραση, θέαμα, όψεως, θέα, όρασης
Прицел στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абстракционизм στα ελληνικά - αφαιρετισμού
  • втачивать στα ελληνικά - ραφή, ράβω, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
  • галловый στα ελληνικά - γαλλικό, το γαλλικό, γαλλικού, Τριυδροξυ
  • гофрировать στα ελληνικά - αναμαλλιάζω, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές
Τυχαίες λέξεις
Прицел στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλέπω, βλέψη, σκοπεύω, σκοπός, όραση, θέαμα, όψεως, θέα, όρασης