Λέξη: ασπιρίνη

Σχετικές λέξεις: ασπιρίνη

ασπιρίνη γαληνος, ασπιρίνη μποφίλιου, ασπιρίνη για τα σπυρακια, ασπιρίνη - νατάσα μποφίλιου, ασπιρίνη για την ακμή, ασπιρίνη τιμή, ασπιρίνη παρενέργειες, ασπιρίνη για σπυρακια, ασπιρίνη μποφίλιου lyrics, ασπιρίνη για ακμη

Μεταφράσεις: ασπιρίνη

ασπιρίνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aspirin

ασπιρίνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspirina, la aspirina, de aspirina, aspirin, aspirinas

ασπιρίνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aspirin, Aspirin, Acetylsalicylsäure, ASS

ασπιρίνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspirine, l'aspirine, de l'aspirine, d'aspirine

ασπιρίνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspirina, l'aspirina, di aspirina, dell'aspirina, aspirin

ασπιρίνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aspirina, a aspirina, aspirin, de aspirina, ácido acetilsalicílico

ασπιρίνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aspirine, aspirin, acetylsalicylzuur, van aspirine, aspirientje

ασπιρίνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аспирин, аспирина, аспирином, прием аспирина

ασπιρίνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aspirin, acetylsalisylsyre, globoid

ασπιρίνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
acetylsalicylsyra, aspirin, huvudvärkstabletten, ASA

ασπιρίνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aspiriini, aspiriinia, aspiriinin, asetyylisalisyylihappo, asetyylisalisyylihapon

ασπιρίνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aspirin, acetylsalicylsyre

ασπιρίνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aspirin, aspirinu, aspirine, kyselina acetylsalicylová, aspirinem

ασπιρίνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aspiryna, aspiryny, aspirynę, kwas acetylosalicylowy, ASA

ασπιρίνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszpirin, aszpirint, az aszpirin, acetilszalicilsav, aszpirinnel

ασπιρίνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aspirin, aspirinin, aspirine, aspirinle

ασπιρίνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аспірин

ασπιρίνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aspirin, aspirinë, aspirina, aspirini, aspirine

ασπιρίνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аспирин, аспирина, на аспирин, ацетилсалицилова киселина

ασπιρίνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аспірын, асьпірын

ασπιρίνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aspiriin, aspiriini, aspiriiniga, aspiriinile

ασπιρίνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aspirin, aspirina, aspirinom, acetilsalicilna kiselina, ASK

ασπιρίνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aspirín, acetýlsalicýlsýra, aspiríni, asetýlsalisýlsýru

ασπιρίνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aspirinas, aspirino, Aspirin, aspiriną, aspirinu

ασπιρίνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aspirīns, aspirīnu, aspirīna

ασπιρίνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аспирин, аспиринот, со аспирин, на аспирин

ασπιρίνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspirină, aspirina, aspirinei, acid acetilsalicilic, de aspirina

ασπιρίνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aspirin, aspirina, aspirinom, acetilsalicilno kislino, acetilsalicilna kislina

ασπιρίνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aspirín, aspirin, kyselina acetylsalicylová, acylpyrín, kyselinu acetylsalicylovú

Στατιστικά δημοτικότητας: ασπιρίνη

Τυχαίες λέξεις