Прокипятить στα ελληνικά

Μετάφραση: прокипятить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βράζω, αποστειρώνω, βράσει, βράζουμε, βράζει, βράστε, βράσουν
Прокипятить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волнующий στα ελληνικά - συναισθηματικός, συνταρακτικός, δραματικός, σοβαρός, συγκινητικός, σεμνοπρεπής, συναρπαστικός, ...
  • врезка στα ελληνικά - incut
  • выигрышный στα ελληνικά - επικερδής, πλεονεκτικός, νίκης, νίκη, κερδίζοντας, κερδίζει, τη νίκη
  • говенье στα ελληνικά - γρήγορα, γρήγορος, σκατένιο, σκατά, shitty, σκατένια, απαίσιο
Τυχαίες λέξεις
Прокипятить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βράζω, αποστειρώνω, βράσει, βράζουμε, βράζει, βράστε, βράσουν