Λέξη: ομολογία

Σχετικές λέξεις: ομολογία

ομολογία πίστεωσ κατά του οικουμενισμού, ομολογία του άουγκσμπουργκ, ομολογία μπαλτάκου, ομολογία πίστεως, ομολογία ντομινίκ στρος καν δντ και εε έσφιξαν τη βίδα και πέθαναν τους έλληνες, ομολογία σοκ «τη χτύπησε στα βράχια επειδή αντιστεκόταν», ομολογία σοκ όλι ρεν τελικός στόχος κινητή-ακίνητη περιουσία των ελλήνων, ομολογία του αποχωρούντα αρχισυντάκτη των new york times, ομολογία πακιστανού, ομολογία που σοκάρει από το δράκο της πάρου

Συνώνυμα: ομολογία

δεσμός, εγγυητής, ομόλογο, εξομολόγηση, ομολόγηση, αναγνώριση

Μεταφράσεις: ομολογία

ομολογία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
avowal, admission, homology, confession, bond, acknowledgment

ομολογία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entrada, admisión, homología, de homología, homología de, homologıa, la homología

ομολογία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekenntnis, eintrittsgebühr, eintritt, erlaubnis, zutritt, Homologie, eine Homologie

ομολογία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrée, admission, agrégation, agrément, accueil, réception, attribution, accès, abord, acceptation, aveu, confession, adoption, homologie, une homologie, d'homologie, homologie de, l'homologie

ομολογία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingresso, ammissione, omologia, di omologia, omologia di, un'omologia, dell'omologia

ομολογία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homologia, de homologia, homologia de, a homologia, uma homologia

ομολογία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnengaan, toegang, entree, intrede, homologie, homologie heeft, homoloog

ομολογία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вступление, предположение, приём, подвод, признание, допущение, доступ, вмещать, впуск, подача, вход, допуск, гомология, гомологии, гомологий, гомологию, гомологический

ομολογία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adgang, homologi, homologien, homologe

ομολογία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
homologi, homologin, homologi med

ομολογία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oviraha, myöntäminen, tunnustaminen, homologia, homologiaan, homologiaa, homologian

ομολογία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
homologi, homologien, homolog

ομολογία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vstup, vstupné, přijetí, přístup, připuštění, přiznání, doznání, homologie, homologii, homologií, homologní, homology

ομολογία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasilanie, przyjęcie, przyznanie, dopuszczenie, widownia, wyznanie, dopływ, wejściówka, zasilenie, wstęp, dostęp, wlot, frekwencja, homologii, homologię, homologiczne, homologia, homologiczną

ομολογία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bevallás, homológ, homológia, homológiát, homológiát mutat, homológiája

ομολογία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
homoloji, benzerlik, homolojisi, benzerliği, homolojiye

ομολογία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вхід, вступ, подача, припущення, підвід, визнання, зізнання, гомология, гомологія

ομολογία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderim, homology, homologji, homologjia

ομολογία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
признание, хомология, хомоложни, хомоложност, хомологията, на хомоложност

ομολογία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Гамалогія

ομολογία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avaldus, omaksvõtmine, tunnistus, mööndus, sisselaskmine, homoloogia, homoloogiat, homoloogne, homoloogiaga, homoloogiline

ομολογία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priznanje, ulaz, dotok, ulaznica, homologije, homologija, homologiju, homolognog, homolognosti

ομολογία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samsvörunar

ομολογία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
homologiškumas, Homoloģija, homologija, homologiškos, homologijos

ομολογία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
homoloģija, gomologacija, homoloģiju

ομολογία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хомологија, хомологни, сличност, хомологијата, на сличност

ομολογία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omologie, omologie de, omologia, omologiei, o omologie

ομολογία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
homologija, homologijo, homolognost, odstotno homolognost, odstotno homologijo

ομολογία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vstupné, homológia, homológie

Στατιστικά δημοτικότητας: ομολογία

Τυχαίες λέξεις