Промычать στα ελληνικά
Μετάφραση: промычать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκανίζω, χαμηλός, βουητό, Hum, βόμβου, βόμβο, βόμβος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биология στα ελληνικά - βιολογία, Βιολογίας, Biology, της βιολογίας, τη βιολογία
- вспугнуть στα ελληνικά - αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκίνημα, φοβίσει, τρομάξει, φοβίζει, ...
- втихомолку στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
- деликатес στα ελληνικά - λιχουδιά, λεπτότητα, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Промычать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκανίζω, χαμηλός, βουητό, Hum, βόμβου, βόμβο, βόμβος
Μεταφράσεις: μουγκανίζω, χαμηλός, βουητό, Hum, βόμβου, βόμβο, βόμβος