Λέξη: σβάρνα
Σχετικές λέξεις: σβάρνα
σβάρνα υπόλοιπο, μαρθίλια σβάρνα, σβάρνα δισκοσβάρνα, παίρνω σβάρνα, σοφία σβάρνα
Συνώνυμα: σβάρνα
βωλοκοπίο, επιπεδώτης
Μεταφράσεις: σβάρνα
σβάρνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harrow, power harrow, harrow is, parameters Circularharrow
σβάρνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rastro, grada, Aperos, rastra, Aperos accionados, harrow
σβάρνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
egge, Egge, Legge, Kreiselegge, eggen
σβάρνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tourmenter, vexer, tracasser, chicaner, herse, bourreler, tenailler, torturer, désoler, brimer, asticoter, herser, martyriser, Cover, crop, la herse, Cover crop
σβάρνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erpice, Erpici, erpici a, harrow, erpice a
σβάρνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grade, grade de, harrow, Utensílio do solo accionado, Utensílio
σβάρνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eggen, eg, aangedreven grondwerktuig, grondwerktuig, aftakas aangedreven grondwerktuig, Door aftakas aangedreven grondwerktuig
σβάρνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бороновать, борона, Harrow, Харроу, бороны, борону
σβάρνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
harv, harve, Vekst, Drevet redskap, uttak
σβάρνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
harva, plåga, harv, jordbearbetnings, Harvar, harrow
σβάρνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tympiä, risoa, karhita, harata, äes, äestää, karhi, maanmuokkauskoneet, harrow, Vaakatasojyrsin, aes
σβάρνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
harve, Harrow, harven, efterharve, strigle
σβάρνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
týrat, trápit, mučit, vyplenit, trýznit, brány, vláčet, zpustošit, zpracování půdy, pro zpracování půdy, brány Použité, Talířové brány
σβάρνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pustoszyć, brona, męczyć, zabronować, wymęczyć, bronować, wybronować, dokuczać, wirnikowa, Agregaty Uprawowe Aktywne, Agregaty Uprawowe, harrow
σβάρνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borona, harrow, boronával, boronák, forgóborona
σβάρνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürgü, tırmık, Harrow, Tırmığın, döner tırmık
σβάρνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борона, борони
σβάρνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bezdis, harrow, lesoj, lesë, lëndoj
σβάρνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
борена, брана, решетъчна брана, браната, Бранни, на браната
σβάρνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
барана
σβάρνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äke, ahistama, Harrow, äkked, aktiivsed äkked
σβάρνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drljača, Harrow, drljati, razdirati
σβάρνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Harrow, í Harrow
σβάρνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akėčios, Harrow, skutikai, kultivatorius, akėčiomis
σβάρνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ecēšas, Harrow, aktīvas ecēšas, Harrova, Harrow Informējiet
σβάρνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брана, Хароу, Harrow, Греблото
σβάρνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grapă, Instrument cu, Instrument, Grape, Grape cu
σβάρνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brana, brane, harrow, bran, brano
σβάρνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brány, brané, bráne, brať, bránu