Проповедник στα ελληνικά
Μετάφραση: проповедник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπιστής, υποστηρικτής, συνήγορος, συνηγορώ, ιεροκήρυκας, εφημέριος, ιεραπόστολος, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппетитный στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
- безмолвие στα ελληνικά - ήρεμος, σιωπή, σωπαίνω, γαλήνιος, ακίνητος, σιγή, σιωπής, ...
- быстротечность στα ελληνικά - παροδικότητα, παροδικότητας, την παροδικότητα, προσωρινότητας, transience
- вырывать στα ελληνικά - αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, ...
Τυχαίες λέξεις
Проповедник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, υποστηρικτής, συνήγορος, συνηγορώ, ιεροκήρυκας, εφημέριος, ιεραπόστολος, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, υποστηρικτής, συνήγορος, συνηγορώ, ιεροκήρυκας, εφημέριος, ιεραπόστολος, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ