Λέξη: μήκος

Σχετικές λέξεις: μήκος

μήκος κύκλου, μήκος κύματος, μήκος λεπτού εντέρου, μήκος τόξου, μήκος πρόσοψης κτίσματος (μ.) (29), μήκος planck, μήκος τραχήλου εγκυμοσύνη, μήκος τόξου κύκλου, μήκος πέους, μήκος αγκύρωσης, γεωγραφικό μήκος

Συνώνυμα: μήκος

διάρκεια, διεξοδικότης, διεξοδικότητα, έκταση

Μεταφράσεις: μήκος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
length, along, length of, a length, a length of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
largo, longitud, largura, duración, la longitud, de longitud
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lange, länge, dauer, umfang, Länge, Längen, Weite, lang
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
intervalle, bout, périphérie, métrage, durée, éloignement, long, morceau, pièce, lopin, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
durata, pezzo, lunghezza, di lunghezza, la lunghezza, lunghezza del
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empreste, longitude, extensão, comprimento, emprestar, duração, comprimento de, de comprimento
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lengte, langdurigheid, duur, lengte van, lang, de lengte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
протяженность, кусок, долгота, протяжённость, продолжительность, плеть, расстояние, отрезок, протяжение, длина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lengde, lengden, lang
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
längd, längden
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pituus, kestäminen, aika, pituuden, pituutta, pituudesta, pitkä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
længde, længden, en længde, varighed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstup, vzdálenost, délka, kus, délky, délku, délce, doba
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dług, długość, długotrwałość, odcinek, staż, dystans, odległość, rozciągłość, kawałek, obszerność, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartam, hossz, hossza, hosszúságú, hosszát, hosszú
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzunluk, müddet, süre, uzunluğu, uzunlukta, boyu, boy
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надає, довжина, довжиною, довжиною до
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjatësi, Length, Gjatësia, Gjatësia e, gjatësinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дължина, дължината, дължина на, продължителност на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даўжыня, даўжынёй
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikkus, pikkuse, pikkusega, pikkust, pikkusest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
duljina, dužina, trajanje, duljine, dužine, duljinu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lengd, stærð, Length
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
longitudo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ilgis, trukmė, ilgio, ilgį, nuotolis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilgums, garums, garuma, garumu, ilgumu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
должина, должината, должина на, должината на, должина од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
durată, lungime, lungimea, o lungime, lungime de, lungimii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dolžina, dolžine, dolžino, trajanje, dolžini
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
déčka, dĺžka, dľžka, Trvanie, délka, Dlžka

Στατιστικά δημοτικότητας: μήκος

Τυχαίες λέξεις