Разахаться στα ελληνικά
Μετάφραση: разахаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφωνώ, αναστεναγμός, αναστενάζω, razahatsya
Μεταφράσεις
- апперцепция στα ελληνικά - συναίσθηση, apperception
- беспутник στα ελληνικά - besputnik
- доступ στα ελληνικά - προσεγγίζω, πρόσβαση, παραδοχή, πλησιάζω, προσπέλαση, ομολογία, είσοδος, ...
- дружеский στα ελληνικά - κοινωνικός, φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
Τυχαίες λέξεις
Разахаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφωνώ, αναστεναγμός, αναστενάζω, razahatsya
Μεταφράσεις: αναφωνώ, αναστεναγμός, αναστενάζω, razahatsya