Развратить στα ελληνικά
Μετάφραση: развратить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις
- бесспорно στα ελληνικά - αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
- вход στα ελληνικά - πρόσκληση, στόμα, διάβαση, καταχώρηση, παραδοχή, θύρα, ομολογία, ...
- выглаженный στα ελληνικά - σιδερωμένα, σιδερωθεί, σιδερώνονται, σιδερώνεται, εξομαλυνθεί
- геттер στα ελληνικά - κτήτορας, getter
Τυχαίες λέξεις
Развратить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα