Λέξη: λιτότητα
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα meaning, ιρλανδία λιτότητα, λιτότητα ορισμός, πορτογαλία λιτότητα, λιτότητα english
Συνώνυμα: λιτότητα
λιτότης, οικονομία, αποταμίευση, αγνότητα, αγνότης, αυστηρότητα, αυστηρότης, απλότης
Μεταφράσεις: λιτότητα
λιτότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frugality, thrift, austerity, simplicity, rigor
λιτότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahorro, frugalidad, Thrift, segunda mano, de segunda mano
λιτότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genügsamkeit, Sparsamkeit, Secondhand, Second, thrift
λιτότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modestie, épargne, économie, parcimonie, frugalité, Thrift, l'épargne, aubaines
λιτότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parsimonia, risparmio, di risparmio, la parsimonia, frugalità
λιτότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança
λιτότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spaarzaamheid, zuinigheid, Thrift, de Zuinigheid, zuinigheidsopslag
λιτότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экономность, умеренность, бережливость, скромность, расчетливость, бережливости, комиссионном, хозяйственность
λιτότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sparsommelighet, brukt, nøysomhet, veldedighets, bruktbutikk
λιτότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sparsamhet, thrift, trift, sparsamheten
λιτότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säästäväisyys, Säästäväisyyttä, Thrift, säästäväisyyden, säästämistä
λιτότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sparsommelighed, thrift, trivsel, genbrugsforretning, foretagsomhed
λιτότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skromnost, střídmost, šetrnost, spořivost, hospodárnost, spořivosti, záložna
λιτότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszczędność, skromność, zapobiegliwość, oszczędzanie, ekonomia, zapobiegliwości
λιτότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igénytelenség, takarékosság, gazdaságossági, gazdaságosság, a takarékosság, lelleg
λιτότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutumluluk, tasarruf, thrift, ucuzcu, çünkü tasarruf
λιτότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ощадливість, помірність, поміркованість, бережливість, економія, ощадність, заощадливість
λιτότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lulëzim, kursimi, mbarëvajtje, rritje e shpejtë, kursej
λιτότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спестовност, пестеливост, пестеливостта, спестовността, втора ръка
λιτότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беражлівасць, ашчаднасць, ашчаднасьць
λιτότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkuhoidlikkus, ökonoomsus, säästlikkuse, thrift, kokkuhoius
λιτότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štedljivost, štednja, štedljivosti, poljski karanfil, karanfil
λιτότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sparneyti, thrift
λιτότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarpa, taupumas, taupymas, Skrzętność, Klestėjimas
λιτότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taupība, saimnieciskums, uzplaukums, pārticība, saimnieciskumu
λιτότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пестовност, штедење, штедливост, економичност
λιτότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cumpătare, economisirii, economie, cumpătării, de cumpătare
λιτότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
varčnost, Štedljivost, thrift
λιτότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šetrnosť, rešpektovanie, priaznivosť, ohľaduplnosť