Размачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: размачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκρημνος, μουσκεύω, απότομος, εμποτίζω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Μεταφράσεις
- архаический στα ελληνικά - αρχαίος, απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
- вытачивать στα ελληνικά - σειρά, στροφή, στρίβω, αλέσει, άλεσμα, τρόχισμα, το τρόχισμα, ...
- дезодорант στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητικά, αποσμητικού, αποσμητική, αποσμητικές
- железняк στα ελληνικά - σιδηρομετάλλευμα, σιδηρομεταλλεύματος, το σιδηρομετάλλευμα, σιδηροεταλλεύατος, σιδηρομεταλλευμάτων
Τυχαίες λέξεις
Размачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκρημνος, μουσκεύω, απότομος, εμποτίζω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Μεταφράσεις: απόκρημνος, μουσκεύω, απότομος, εμποτίζω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν