Λέξη: αόριστα
Σχετικές λέξεις: αόριστα
αόριστα ολοκληρώματα ασκησεις, αόριστα άρθρα ασκήσεις, αόριστα άρθρα, αόριστα και οριστικά άρθρα, αόριστα επίθετα, αόριστα άρθρα παραδείγματα, αόριστα ολοκληρώματα
Μεταφράσεις: αόριστα
αόριστα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vaguely, loosely, vague, abstract, indefinitely
αόριστα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
libremente, flojamente, holgadamente, sueltamente, vagamente
αόριστα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unklar, undeutliche, lose, locker, frei, los
αόριστα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaguement, lâchement, librement, lâche, faiblement
αόριστα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vagamente, liberamente, senza bloccare, scioltamente, debolmente
αόριστα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
folgadamente, livremente, frouxamente, vagamente, Loosely
αόριστα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
losjes, los, losse, de schouder, schouder
αόριστα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неясно, туманно, свободно, слабо, неплотно
αόριστα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løst, løst av, løselig
αόριστα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löst, Lägg löst, är löst, ungefärlig, en ungefärlig
αόριστα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämärästi, löyhästi, löysästi, väljästi, vapaasti, t löyhästi
αόριστα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løst, løst af, løseligt, er løst, der løst
αόριστα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nejasně, volně
αόριστα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogólnikowo, niejasno, luźno, swobodnie, luzem, lekko, słabo
αόριστα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lazán, laza, gyengén
αόριστα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevşek, gevşek bir şekilde, gevşek bir, gevşekçe, gevşek olarak
αόριστα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невизначено, вільно, що вільно
αόριστα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lirshëm, afërsi, me afërsi, të lirshëm, lirshëm të
αόριστα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хлабаво, свободно, слабо, неточно, неопределено
αόριστα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свабодна, вольна
αόριστα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ähmaselt, kuidagi, lõdvalt, nõrgalt, vabalt, lõdvalt maha, lahtiselt
αόριστα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nejasno, labavo, slabo, loosely, djelomično, slobodno
αόριστα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lauslega, er lauslega, laust, laustengd
αόριστα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laisvai, silpnai, silpnai susijusios, nestipriai
αόριστα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvi, vaļīgi, vāji, neskaidri, pavirši
αόριστα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лабаво, лабаво се, се лабаво, слободно, лабаво во
αόριστα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vag, slab, liber, lejer, loosely
αόριστα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ohlapno, narahlo, rahlo, šibko, prepustna
αόριστα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
voľne, volne, slobodne
Τυχαίες λέξεις