Размокнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: размокнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρήζω, παίρνω, εμποτίζω, φουσκώνω, μουσκεύω, εξογκώνω, αποκτώ, λειωμένο, τήκεται, λιώσει, λιωμένο, λιωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аррорут στα ελληνικά - αραρούτι, αραρούτη, μαραντάμυλο, αραρούτης, αρραρούτης
- бутадиен στα ελληνικά - βουταδιένιο, βουταδιενίου, το βουταδιένιο, του βουταδιενίου
- дернина στα ελληνικά - χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
- дополучать στα ελληνικά - αποκτώ, λαμβάνω, παραλαμβάνω, παίρνω, dopoluchaet
Τυχαίες λέξεις
Размокнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρήζω, παίρνω, εμποτίζω, φουσκώνω, μουσκεύω, εξογκώνω, αποκτώ, λειωμένο, τήκεται, λιώσει, λιωμένο, λιωμένη
Μεταφράσεις: πρήζω, παίρνω, εμποτίζω, φουσκώνω, μουσκεύω, εξογκώνω, αποκτώ, λειωμένο, τήκεται, λιώσει, λιωμένο, λιωμένη