Λέξη: μετριοπαθής
Συνώνυμα: μετριοπαθής
μέτριος, εγκρατής, εύκρατος
Μεταφράσεις: μετριοπαθής
μετριοπαθής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moderate, temperate, modest, a moderate, moderation
μετριοπαθής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
moderado, moderar, templar, moderada, moderados, moderadas, de moderada
μετριοπαθής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dämpfen, mittelmäßig, mildern, massig, mäßig, gemäßigt, mäßigen, moderieren, moderaten
μετριοπαθής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brider, moyen, modèrent, radoucir, calmer, mesuré, pallier, tempérer, modérer, modéré, tempéré, estomper, atténuer, adoucir, doux, mitiger, modérée, modérés, modérées, moyenne
μετριοπαθής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moderato, moderare, temperare, parco, moderata, moderate, da moderata, modesto
μετριοπαθής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moderar, comedido, brando, modelar, modelo, moderado, moderada, moderados, moderadas
μετριοπαθής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
temperen, matig, bescheiden, bezadigd, sober, gematigd, gematigde, matige, een matige
μετριοπαθής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
замедлять, умерять, выдержанный, умерить, общедоступный, небольшой, посредственный, воздержанный, умеренный, средний, сдерживать, умеренной, умеренная, умеренным, умеренное
μετριοπαθής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moderat, moderate, middels
μετριοπαθής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
måttlig, moderat, måttligt, måttliga, moderata
μετριοπαθής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hillitty, maltillinen, hillitä, pidättyväinen, kohtuullinen, kohtalainen, kohtalaista, keskivaikea
μετριοπαθής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moderat, moderate, beskeden, en moderat, beskedne
μετριοπαθής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mírnit, zmírnit, krotit, průměrný, prostřední, umírněný, zmírňovat, mírný, mírné, mírná
μετριοπαθής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
moderować, oględny, spowalniać, wstrzemięźliwy, powstrzymywać, mitygować, uspokajać, hamować, umiarkowany, łagodzić, poskramiać, miarkować, mierny, umiarkowane, umiarkowanym, umiarkowana, średni
μετριοπαθής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mértékletes, lassú, mértéktartó, mérsékelt, közepes, közepesen, mérsékelten, közepesen súlyos
μετριοπαθής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yumuşatmak, hafifletmek, azaltmak, yatıştırmak, ılımlı, orta, orta derecede, ılımlı bir, makul
μετριοπαθής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
модеми, помірний, слабкий, легкий, помірне, тихий
μετριοπαθής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mesatar, i matur, moderuar, i moderuar, të moderuar
μετριοπαθής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умерен, умерено, умерена, умерени, средно
μετριοπαθής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі
μετριοπαθής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskmine, mõõdukas, mõõduka, mõõdukat, mõõdukad, mõõdukate
μετριοπαθής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oportunista, smiriti, smekšati, umjeren, umjerena, umjereno, umjerene, umjereni
μετριοπαθής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hóflegur, meðallagi, í meðallagi, miðlungs, miðlungi, hófleg
μετριοπαθής στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mediocris
μετριοπαθής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vidutinis, vidutinio sunkumo, nedidelis, vidutinio stiprumo, vidutinio sunkumo ir
μετριοπαθής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērens, vidēji, mērena, mērenu, mēreni
μετριοπαθής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
умерен, умерени, умерено, умерениот, умерена
μετριοπαθής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moderat, moderată, moderate, moderata, moderata pana
μετριοπαθής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmerno, zmeren, zmerna, zmerne, zmerni
μετριοπαθής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozumný, mierny, mierne, malý, mierna, ľahký
Τυχαίες λέξεις