Расшибать στα ελληνικά
Μετάφραση: расшибать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας, πληγώνω, σπάσει, να σπάσει, σπάσουν, διάλειμμα, να σπάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арьергард στα ελληνικά - οπισθοφυλακή, οπισθοφυλακής, μετόπισθεν, μάχη οπισθοφυλακής
- горделивый στα ελληνικά - αλαζόνας, περήφανος, ψηλός, αλαζονικός, καμαρωτός, υπεροπτικός, υπερόπτης, ...
- дратва στα ελληνικά - κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
- жизнеспособный στα ελληνικά - υγιής, εφαρμόσιμος, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
Τυχαίες λέξεις
Расшибать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας, πληγώνω, σπάσει, να σπάσει, σπάσουν, διάλειμμα, να σπάσουν
Μεταφράσεις: τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας, πληγώνω, σπάσει, να σπάσει, σπάσουν, διάλειμμα, να σπάσουν