Λέξη: χρηματομεσίτης

Συνώνυμα: χρηματομεσίτης

χρηματιστής, μεσίτης χρηματιστηρίου

Μεταφράσεις: χρηματομεσίτης

χρηματομεσίτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broker, stockbroker

χρηματομεσίτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corredor, corredor de valores, bolsista, corredor de bolsa, agente de bolsa, stockbroker

χρηματομεσίτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
makler, warenmakler, vermittler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker

χρηματομεσίτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entremetteur, courtier, médiateur, agent, coutier, maquignon, intermédiaire, agent de change, courtier en valeurs mobilières, mobilières, valeurs mobilières

χρηματομεσίτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensale, intermediario, agente di cambio, agente di borsa, broker, stockbroker, di borsa

χρηματομεσίτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corretor, corretor de ações, stockbroker, corretor da bolsa, corretor da

χρηματομεσίτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
makelaar, effectenhandelaar, effectenmakelaar, commissionair, wisselagent, beursvennootschap

χρηματομεσίτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лицо, маклер, оценщик, агент, брокер, торговец, комиссионер, посредник, биржевой маклер, биржевым маклером, биржевой брокер, биржевик

χρηματομεσίτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mekler, aksjemegler, aksjemekler, fondsmegler, aksjemegleren, fondsmegler som

χρηματομεσίτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mäklare, börsmäklare, börsmäklaren, aktiemäklare, fondkommissionär

χρηματομεσίτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välittäjä, meklari, pörssimeklari, stockbroker, meklarina, pörssimeklarin, pörssimeklarit

χρηματομεσίτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
børsmægler, børsmæglerselskab, fondsmæglerselskab, børsmæglerens, fondsmægler

χρηματομεσίτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
makléř, prostředník, dohodce, zprostředkovatel, jednatel, dohazovač, stockbroker, cennými papíry, s cennými papíry, burzovní makléř

χρηματομεσίτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
faktor, pośrednik, makler, makler giełdowy, stockbroker, maklera, maklerem

χρηματομεσίτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsibárus, alkusz, tőzsdeügynök, stockbroker, bróker, tõzsdeügynök

χρηματομεσίτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyoncu, simsar, borsa simsarı, borsacı, stockbroker, borsa tellalı, bir borsacı

χρηματομεσίτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брокер, посередник, маклер, агент, оцінювач, біржовий, біржової, біржовій, біржового, біржовою

χρηματομεσίτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agjent burse, komisioner burse, shitblerës aksionesh, komisionere

χρηματομεσίτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, борсов посредник, борсов агент, брокер, брокер на ценни книжа

χρηματομεσίτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
біржавы, біржавога, біржавой, біржавай

χρηματομεσίτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahendama, maakler, oksjonipidaja, börsimaakler, brokker, Börs maaklerlus

χρηματομεσίτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
agent, posrednik, mešetar, posrednik u trgovini, burzovni mešetar, burzovni, broker, posrednik u

χρηματομεσίτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðbréfasali, verðbréfamiðlari, verðbréfafyrirtækinu

χρηματομεσίτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biržos makleris, Fondų biržos brokeris, Biržos brokeris, Biržos agentas, Biržos brokeriai

χρηματομεσίτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biržas mākleris, brokeris, brokerim

χρηματομεσίτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брокер, берзански брокер, борсов агенти

χρηματομεσίτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agent, broker, agent de bursă, bursă, de bursă, broker de

χρηματομεσίτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maklen, borzni posrednik, borzni, borznik, borznega posrednika

χρηματομεσίτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostredkovateľ, maklér
Τυχαίες λέξεις