Род στα ελληνικά
Μετάφραση: род, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στείρα, τεντώνω, μορφή, στραμπουλίζω, τύπος, φύση, καλός, οικογένεια, ευγενικός, νεφρό, ραβδί, έρωτας, περιγραφή, είδος, μίσχος, τρόπος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арлекинада στα ελληνικά - παντομίμα
- бювет στα ελληνικά - καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και
- грузоподъемность στα ελληνικά - φορτίο, ζαλίκι, φορτώνω, βάρος, ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, ...
- дожаривать στα ελληνικά - μαρίδα, τηγανίζω, καβουρδίζω, καβουρντίζω, κάνω, ψήνω, dozharivat
Τυχαίες λέξεις
Род στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στείρα, τεντώνω, μορφή, στραμπουλίζω, τύπος, φύση, καλός, οικογένεια, ευγενικός, νεφρό, ραβδί, έρωτας, περιγραφή, είδος, μίσχος, τρόπος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: στείρα, τεντώνω, μορφή, στραμπουλίζω, τύπος, φύση, καλός, οικογένεια, ευγενικός, νεφρό, ραβδί, έρωτας, περιγραφή, είδος, μίσχος, τρόπος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας