Самобытный στα ελληνικά
Μετάφραση: самобытный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτότυπος, γνήσιος, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутоинфекция στα ελληνικά - αυτο-, μη
- боливийский στα ελληνικά - Βολιβίας, της Βολιβίας, Βολιβιανός, Βολιβιανό, βολιβιανή
- диапозитив στα ελληνικά - διαφάνεια, τσουλήθρα, ολίσθηση, slide, διαφανειών
- диво στα ελληνικά - θαύμα, Marvel, θαυμάστε, της Marvel, να θαυμάσετε
Τυχαίες λέξεις
Самобытный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτότυπος, γνήσιος, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
Μεταφράσεις: πρωτότυπος, γνήσιος, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική