Λέξη: αξονικός

Σχετικές λέξεις: αξονικός

αξονικός ανεμιστήρας, αξονικός τομογράφος κατερίνη, αξονικός τομογράφος, αξονικός τομογράφος καβάλα, αξονικόσ εξαεριστήρασ, αξονικός παίδων πεντέλης, αξονικός τομογράφος χαλάνδρι, αξονικός τομογράφος θεσσαλονίκη, αξονικός τομογράφος 64 τομών, αξονικός σκελετός

Συνώνυμα: αξονικός

άξονος

Μεταφράσεις: αξονικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
axial, CT, axially, an axial
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
axial, axiales, axial de, del eje
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
axial, axialen, axiale, axialer, axiales
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
axial, axiale, axiales, axiaux, axialement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assiale, assiali
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
axial, axiais, axial de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
axiaal, axiale, de axiale, een axiale
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осевой, осевое, осевого, осевая, аксиально
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aksial, aksiale, axial, aksiell, aksielle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
axial, axiell, axiella, axiellt, axel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aksiaalinen, aksiaalisen, aksiaalisessa, aksiaalista, aksiaalisuunnassa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aksial, aksiale, aksialt, axial
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
axiální, osový, axiálním, osové, axiálního, osová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osiowy, osiowe, osiowa, osiowym, osiowego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
axiális, tengelyirányú, tengelyirányban, axiál, tengely
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eksen, eksenel, aksiyel, aksiyal, eksensel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аксіальна, аксіальне, осьовий, аксіальний, осьової, осьовій, осьового, осьовою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
boshtor, Axial, aksiale, boshtor të, aksial
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аксиален, аксиално, аксиална, осово, аксиалната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
восевай, восевы, восевага, восевых, осевой
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aksiaalne, teljesuunaline, teljesihilise, axial, aksiaalse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osni, središnji, osovinski, aksijalni, aksijalna, aksijalne, aksijalnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
axial, áslæg, áslægt, AslsBg, Aslæg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ašiniai, ašinis, ašinio, ašinė, axial
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ass, aksiālā, axial, aksiālo, aksiālais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аксијален, аксијална, аксијално, аксијални, осовински
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
axial, axială, axiale, axiala, axo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osna, aksialni, axial, osno, osni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osový, axiálne, axiálny, axiálna, axiálnej, axiálnu
Τυχαίες λέξεις