Сбывать στα ελληνικά
Μετάφραση: сбывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, πουλώ, φοίνικας, φυτεύω, εργοστάσιο, εκποιώ, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авангардистский στα ελληνικά - avant, αβάν, πρωτοποριακό, πρωτοπορία, πρωτοπορίας
- богатый στα ελληνικά - διαχυτικός, πλούσιος, γεμάτος, αδρός, ολικός, μεστός, ψηλός, ...
- глубочайший στα ελληνικά - εσώτατο, εσώτερες, ενδόμυχες, εσώτερο, εσώτατη
- дополучать στα ελληνικά - αποκτώ, λαμβάνω, παραλαμβάνω, παίρνω, dopoluchaet
Τυχαίες λέξεις
Сбывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, πουλώ, φοίνικας, φυτεύω, εργοστάσιο, εκποιώ, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
Μεταφράσεις: φυτό, πουλώ, φοίνικας, φυτεύω, εργοστάσιο, εκποιώ, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά