Λέξη: διεργασία

Σχετικές λέξεις: διεργασία

διεργασία ομάδας, διεργασία αδράνειας συστήματος cpu, διεργασία συνώνυμα, διεργασία αδράνειας συστήματος ποσοστό χρόνου αδράνειας του επεξεργαστή, διεργασία της ομάδας, διεργασία english, διεργασία συνώνυμο, διεργασία αδράνειας συστήματος

Συνώνυμα: διεργασία

διαδικασία, μέθοδος, κατεργασία, πορεία, πράξη

Μεταφράσεις: διεργασία

διεργασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
examination, process, process of, the process, procedure, process is

διεργασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escrutinio, examen, proceso, proceso de, procedimiento, procesos, el proceso

διεργασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inspektion, verhör, prüfung, untersuchung, durchsicht, examen, Prozess, Verfahren, Prozesses

διεργασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recherche, observation, investigation, visite, exploration, inspection, examen, essai, enquête, expertise, étude, épreuve, concours, interrogatoire, vérification, processus, procédé, processus de, procédure, opération

διεργασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
controllo, ispezione, esame, processo, processo di, procedura, processi, di processo

διεργασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teste, examinação, prova, levantar, exame, processo, processo de, processos

διεργασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoek, schoolexamen, keuring, concours, schouw, procédé, werkwijze, proces, proces van, procedure

διεργασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
допрос, рассмотрение, досмотр, разбор, обследование, экспертиза, освидетельствование, экзамен, испытание, зачет, разбирательство, проверка, расследование, изучение, просмотр, исследование, процесс, процесса, способ, процессом

διεργασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gransking, inspeksjon, undersøkelse, eksamen, prøve, prosess, prosessen

διεργασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
granskning, prov, examen, förhör, process, processen, förfarande

διεργασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koe, tentti, tarkastelu, tutkinto, katsastus, tilitys, tutkiskelu, prosessi, prosessin, prosessia, prosessissa, menetelmä

διεργασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksamen, prøve, undersøgelse, proces, processen, fremgangsmåde

διεργασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prohlídka, šetření, průzkum, zkoumání, ověření, ohledání, zkouška, výslech, výzkum, vyšetřování, inspekce, vyšetření, proces, postup, Způsob, procesu

διεργασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
analiza, rozpatrywanie, egzamin, rozpatrzenie, dociekanie, badanie, oględziny, kontrola, proces, procesu, Sposób, procesem, procesie

διεργασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
folyamat, eljárás, folyamatot, folyamatban, folyamata

διεργασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inceleme, sınav, süreç, işlem, süreci, işlemi, proses

διεργασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обстеження, експертиза, екзамен, вивчення, огляд, процес, процесу

διεργασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
proces, procesi, procesi i, procesin, proces i

διεργασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
процес, процеса, метод, процес на

διεργασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працэс

διεργασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksam, uurimine, küsitlemine, protsess, protsessi, protsessis, käigus

διεργασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pregled, razmatranje, ispit, ispitivanje, postupak, proces, procesa, procesu

διεργασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferli, aðferð, ferlið, Aðferðin, vinna

διεργασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
egzaminas, analizė, procesas, procesą, proceso, procesų

διεργασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksāmens, analīze, izmeklēšana, pārbaude, apskate, process, procesu, procesa, procesā

διεργασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
процес, процесот, процесот на, на процесот, процес на

διεργασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
examen, proces, procesul, proces de, procesului, procedeu

διεργασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proces, Postopek, procesa, postopka

διεργασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skúška, proces, procesu, postup, procesom, procese
Τυχαίες λέξεις