Свешивать στα ελληνικά

Μετάφραση: свешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλαδεύω, κουνώ, ταπεινώνω, κρεμιέμαι, χαμηλώνω, προεξοχή, προεξοχής, πρόβολο, πρόβολος, προέκταση
Свешивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атласный στα ελληνικά - σατέν, σατινέ, satin, ατλάζι
  • вилы στα ελληνικά - δίκρανο, Δικρανιά, pitchfork, Δικρανιά για, δικράνι
  • вновь στα ελληνικά - πάλι, μετά, επόμενος, ξανά, και πάλι, φορά, εκ νέου
  • доводить στα ελληνικά - διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Свешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλαδεύω, κουνώ, ταπεινώνω, κρεμιέμαι, χαμηλώνω, προεξοχή, προεξοχής, πρόβολο, πρόβολος, προέκταση