Слушать στα ελληνικά
Μετάφραση: слушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακολουθώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аляповатый στα ελληνικά - χονδροειδής, αγροίκος, μικροπρεπής, πρόχειρος, ακατέργαστος, σκληρός, τραχύς, ...
- виола στα ελληνικά - βιόλα, Viola, βιόλας, του Viola
- вотум στα ελληνικά - ψήφος, ψηφίζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
- жизнеспособный στα ελληνικά - υγιής, εφαρμόσιμος, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
Τυχαίες λέξεις
Слушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακολουθώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακολουθώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε