Λέξη: προφίλ

Σχετικές λέξεις: προφίλ

προφίλ αλουμινίου για led, προφίλ συνώνυμα, προφίλ αλουμινίου led, προφίλ εταιρείας, προφίλ σχολικής μονάδας, προφίλ αλουμινίου, προφίλ αλουμινίου για δάπεδα, προφίλ μαθητή, προφίλ σιδήρου

Συνώνυμα: προφίλ

κατατομή, κατατομή προσώπου, πορτρέτο

Μεταφράσεις: προφίλ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
profile, profiles, profile of, the profile
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perfil, perfilar, el perfil, perfil de, perfil del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seitenansicht, querschnitt, längsschnitt, profil, profilbild, Profil, Profile
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
profiler, forme, profilé, silhouette, profil, le profil, profil de, le profil de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
profilo, sagoma, il profilo, profili, profilo di, di profili
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perfil, profissionalizar, perfil de, profile, o perfil, perfil do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karakterschets, profiel, Profiel bekijken, het profiel, profileren, Profiel van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
профиль, очертание, параметр, сечение, контур, анкета, профиля, профилю, профиль города
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
profil, profilere, profilen, Brukerprofil
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
profil, profilen, profile, profilera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
profiili, sivukuva, Profiilini, profile, profiilin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
profil, profilere, profilen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
silueta, obrys, profilovat, tvar, profil, profilu, struktura
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
relief, charakterystyka, profil, sylwetka, profilu, profile
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idom, körvonalrajz, oldalnézet, arcél, profil, Profilom, Profilhoz, bemutatkozása, profilja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
profil, profili, profile, Şu profile, profilini
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
майстерно, профіль, профіль користувача
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profil, profili, profilin, profili Bëje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
профил, профила, профил на, потребителския профил, на потребителския профил
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
профіль, звесткі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
profiil, profiili, konto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručnjak, iskusan, profil, profila, profilu, profil korisnika, profile
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snið, prófíll, uppsetningu, sniði, sniði er
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
profilis, profilį, vartotojo profilį, profilis kas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
profils, profilu, anketa, profila, profilā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
профил, профил на, профилот, профилот на, на профилот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profil, profilul, profilului, profile, de profil
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
profil, Podatki, profile, profila, Podatki o
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
medailón, profil

Στατιστικά δημοτικότητας: προφίλ

Τυχαίες λέξεις