Сманивать στα ελληνικά

Μετάφραση: сманивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρασύρω, δελεάζω, δελεάσει, προσελκύσουν, προσελκύσει, δελεάσουν, δελεάσει τους
Сманивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выпас στα ελληνικά - βοσκότοπος, βόσκηση, βοσκή, βόσκησης, βοσκής, βόσκουν
  • герцог στα ελληνικά - δουκάτο, δούκας, δούκα, Duke, Ντιούκ, Ντιουκ
  • горбатый στα ελληνικά - κυρτός, καμπούρης, κυρτού
  • денонсирование στα ελληνικά - καταγγελία, καταγγελίας, η καταγγελία, την καταγγελία, της καταγγελίας
Τυχαίες λέξεις
Сманивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρασύρω, δελεάζω, δελεάσει, προσελκύσουν, προσελκύσει, δελεάσουν, δελεάσει τους