Λέξη: σκευοφύλακας

Σχετικές λέξεις: σκευοφύλακας

νίκος σκευοφύλακας, παναγιώτης σκευοφύλακας, αντώνης σκευοφύλακας, στέλιοσ σκευοφύλακασ, ανδρέας σκευοφύλακας, α. σκευοφύλακας, σκευοφύλακας σωτήρης

Μεταφράσεις: σκευοφύλακας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sacristan, Skevofilakas, sacristan of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacristán, sacristana, sacristan, sacristán de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
küster, Sakristan, Küster, Mesner, Kirchendiener, sacristan
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sacristain, sacristine, bedeau, de sacristain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sagrestano, sacrestano, sacrista, sacrestana, sacristan
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sacristão, sacristan, sacristã, sacristán
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koster, sacristan, kosteres, sacristein
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дьячок, ризничий, пономарь, ризничего, ключарь
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sakristan, klokkeren, klokker, kirketjener
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Sacristan, klockaren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suntio, lukkari, Sacristan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sacristan, kordegn, kordegnen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kostelník, sacristan
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakrystian, kościelny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyházfi, sekrestyés, sekrestyésnek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zangoç, sacristan, hademeyim, kilise kayyumu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ризничий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sakristan, kishar, kandilanaft
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свещенника, свещенника да
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рызнічны, рызнічы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirikuteener, köster, kellamees, sakristaan, Suntio, Köster
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crkvenjak, sakristan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrúðhúsvörðurinn, er skrúðhúsvörðurinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
zakristijonas, zakristijonui, Ķesteris
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķesteris
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
sacristan
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sacristan, paracliser
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sacristán, Sacristán je, Sacristán se, Sacristán in
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kostolník, kostelník, kostolníkom
Τυχαίες λέξεις