Смело στα ελληνικά
Μετάφραση: смело, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναία, εύκολα, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бал στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, χορεύω, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
- вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
- временами στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
- гремящий στα ελληνικά - αντηχεί, αντηχούν
Τυχαίες λέξεις
Смело στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναία, εύκολα, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος
Μεταφράσεις: γενναία, εύκολα, θαρραλέα, τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θάρρος