Λέξη: αποκλειστικά

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά

αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά συνθετικά, αποκλειστικά-ελευθερία ελευθερίου ft lucky man project, αποκλειστικά with lyrics, αποκλειστικά συνώνυμο, αποκλειστικά ελευθερία ελευθερίου

Μεταφράσεις: αποκλειστικά

αποκλειστικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solely, exclusively, only, exclusive, entirely

αποκλειστικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sólo, exclusivamente, exclusiva, exclusivo, en exclusiva, exclusivamente a

αποκλειστικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allein, einzig, ausschließlich, exklusiv, ausschliesslich, nur, die ausschließlich

αποκλειστικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
uniquement, purement, exclusivement, seul, exclusive, exclusivité, exclusivement à

αποκλειστικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusivamente, esclusiva, in esclusiva, solo, esclusivo

αποκλειστικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
único, linguado, sozinho, isolado, unicamente, só, exclusivamente, exclusiva, exclusivo

αποκλειστικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maar, louter, enig, slechts, verlaten, alleen, uitsluitend, exclusief, die uitsluitend, enkel

αποκλειστικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
только-только, единственно, только, исключительно, эксклюзивно, специально, исключительно в

αποκλειστικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utelukkende, eksklusivt, kun

αποκλειστικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allena, exklusivt, uteslutande, enbart, endast, som uteslutande

αποκλειστικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksin, yksinomaan, ainoastaan, pelkästään, vain, yksinomaisesti

αποκλειστικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udelukkende, kun, alene, udelukkende er, der udelukkende

αποκλειστικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pouze, jedině, výhradně, toliko, výlučně, exkluzivně, výhradní

αποκλειστικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całkowicie, wyłącznie, się wyłącznie, ekskluzywnie, jedynie, wyłącznie w

αποκλειστικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kizárólag, kizárólagosan, kizárólag a, a kizárólag, kizárólagos

αποκλειστικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalnız, sadece, özel, yalnızca, münhasıran, özel olarak

αποκλειστικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тільки, виключно, винятково, лише

αποκλειστικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëm, ekskluzivisht, ekskluzive, mënyrë ekskluzive

αποκλειστικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изключително, единствено, само, изцяло, предимно

αποκλειστικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выключна, вылучна

αποκλειστικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaid, ainult, üksnes, eranditult, ainuüksi

αποκλειστικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedino, samo, isključivo, iskljucivo, se isključivo, ekskluzivno, iskljuccivo

αποκλειστικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einungis, eingöngu, einvörðungu, alfarið, eingöngu í

αποκλειστικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tik, išimtinai, išskirtinai, vien tik, vien

αποκλειστικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tikai, vienīgi, ekskluzīvi, tikai un vienīgi

αποκλειστικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучиво, исклучително, ексклузивно, само, единствено

αποκλειστικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exclusiv, exclusivitate, în exclusivitate, numai, mod exclusiv

αποκλειστικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
toliko, jenom, izključno, samo, izkljućno, le, zgolj

αποκλειστικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jediné, samotný, jenom, výlučne, výhradne, len, iba, výlučne z

Στατιστικά δημοτικότητας: αποκλειστικά

Τυχαίες λέξεις