Смущаться στα ελληνικά
Μετάφραση: смущаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агентство στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
- безводный στα ελληνικά - ξερός, άνυδρος, άνυδρο, ανύδρου, άνυδρου, άνυδρη
- возложить στα ελληνικά - ξαπλώνω, τοποθετώ, αναθέτω, εμπιστεύομαι, ίζημα, επαναθέτω, κοσμικός, ...
- жонглер στα ελληνικά - ταχυδακτυλουργός, ζογκλέρ, Juggler, ταχυδακτυλουργό, ταχυδακτυλουργό που
Τυχαίες λέξεις
Смущаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Μεταφράσεις: είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε