Λέξη: πέστροφα

Σχετικές λέξεις: πέστροφα

πέστροφα καπνιστή συνταγές, πέστροφα διατροφική αξία, πέστροφα καπνιστή, πέστροφα στο φούρνο, πέστροφα συνταγή, πέστροφα τηγανητή, πέστροφα θερμίδες, πέστροφα καπνιστή θερμίδες, πέστροφα ψητή

Συνώνυμα: πέστροφα

τρώκτης, πεστρόφα

Μεταφράσεις: πέστροφα

πέστροφα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trout, rainbow trout, brown trout

πέστροφα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trucha, truchas, la trucha, trucha de, de trucha

πέστροφα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
forelle, Forellen, Forelle

πέστροφα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
truite, la truite, truites, fontaine, de fontaine

πέστροφα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trota, trote, la trota, alla trota, trota di

πέστροφα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
truta, calças, trutas, da truta, a truta, truta de

πέστροφα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
forel, forellen, op forel, trout, de forel

πέστροφα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
форель, форели, форельный ареал, форельный

πέστροφα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aure, ørret, ørreten, trout

πέστροφα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
forell, öring, trout

πέστροφα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taimen, taimenen, taimenta, trout, taimenia

πέστροφα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ørred, forel, ørreder, trout, ørreden

πέστροφα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pstruh, pstruhový, pstruzi, pstruha, pstruhů

πέστροφα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pstrąg, pstrąga, trout, pstrągowe, pstrągi

πέστροφα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pisztráng, pisztrángot, pisztrángok, a pisztráng, pisztrángra

πέστροφα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alabalık, Trout, alabalığı, The Trout

πέστροφα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
форель

πέστροφα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
troftë, trofta, troftës, trofta e, troftë të

πέστροφα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пъстърва, пъстърви, на пъстърва, пъстървата

πέστροφα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
форель, стронга, фарэль, стронгу

πέστροφα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
forell, lõhe, forelli, trout

πέστροφα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pastrva-slatkovodna, pastrvka, pastrve, pastrva, pastrvu, pastrmke, pastrmka

πέστροφα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
silungur, urriði, bleikja, silung, silungi

πέστροφα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
upėtakis, upėtakiai, upėtakių, upėtakius, trout

πέστροφα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
forele, foreles, foreļu, forelēm, trout

πέστροφα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пастрмката, пастрмка, пастрмки, пастрмките, на пастрмка

πέστροφα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păstrăv, păstrăvul, pastrav, păstrăvi, de păstrăv

πέστροφα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postrv, postrvi, zlatovčica, trout

πέστροφα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pstruh, pstruhy, pstruha

Στατιστικά δημοτικότητας: πέστροφα

Τυχαίες λέξεις