Сокращать στα ελληνικά
Μετάφραση: сокращать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνομαι, εγκοπή, μπαίνω, πόρπη, αποβάθρα, συντομεύω, μειώνω, προβλήτα, κόψιμο, προσβάλλομαι, ελαττώνω, κομψός, περιορίζω, συνοψίζω, ψαλιδίζω, κοπή, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкоголик στα ελληνικά - μεθυσμένος, αλκοολικός, φέσι, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
- быль στα ελληνικά - γεγονός, αληθινή ιστορία, πραγματική ιστορία, αληθινής ιστορίας, αληθινή ιστορία που, η αληθινή ιστορία
- вдохновлять στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
- заводиться στα ελληνικά - αποκτώ, διαφαίνομαι, φαίνομαι, παίρνω, φωλιάζω, εμφανίζομαι, φωλιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Сокращать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνομαι, εγκοπή, μπαίνω, πόρπη, αποβάθρα, συντομεύω, μειώνω, προβλήτα, κόψιμο, προσβάλλομαι, ελαττώνω, κομψός, περιορίζω, συνοψίζω, ψαλιδίζω, κοπή, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν
Μεταφράσεις: μειώνομαι, εγκοπή, μπαίνω, πόρπη, αποβάθρα, συντομεύω, μειώνω, προβλήτα, κόψιμο, προσβάλλομαι, ελαττώνω, κομψός, περιορίζω, συνοψίζω, ψαλιδίζω, κοπή, περικοπές, περικόψει, περικοπούν, μειώσει, μειώσουν